Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακχύδην
κάκωσις
καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
View word page
καλαμηφάγος
καλαμηφάγος κᾰλᾰμη-φάγος (φᾰ), ον φαγεῖν devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.
ShortDef
devouring stalks
Debugging
Headword:
καλαμηφάγος
Headword (normalized):
καλαμηφάγος
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφαγος
IDX:
16462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16477
Key:
kalamhfa/gos
Data
{'content': 'καλαμηφάγος\n κᾰλᾰμη-φάγος (φᾰ), ον\n φαγεῖν\n devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.', 'key': 'kalamhfa/gos'}