Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακύνω
κακχύδην
κάκωσις
καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
View word page
καλαμητομία
καλαμητομία κᾰλᾰμη-τομία, ἡ, τέμνω a reaping, Anth.
ShortDef
a reaping
Debugging
Headword:
καλαμητομία
Headword (normalized):
καλαμητομία
Headword (normalized/stripped):
καλαμητομια
IDX:
16461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16476
Key:
kalamhtomi/a
Data
{'content': 'καλαμητομία\n κᾰλᾰμη-τομία, ἡ,\n τέμνω\n a reaping, Anth.', 'key': 'kalamhtomi/a'}