Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
View word page
ἀμάλθακτος
ἀμάλθακτος μαλθάσσω; ἀμάλακτος not to be softened, Anth.
ShortDef
not to be softened
Debugging
Headword:
ἀμάλθακτος
Headword (normalized):
ἀμάλθακτος
Headword (normalized/stripped):
αμαλθακτος
IDX:
1647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1647
Key:
a)ma/lqaktos
Data
{'content': 'ἀμάλθακτος\n μαλθάσσω; ἀμάλακτος\n not to be softened, Anth.', 'key': 'a)ma/lqaktos'}