Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρήσμων
κακόψογος
κακόω
κακύνω
κακχύδην
κάκωσις
καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
View word page
κάκωσις
κάκωσις κάκωσις, εως κᾰκόω ill-treatment, τοῦ ἡγεμόνος Xen.: a distressing, harassing, τῶν πληρωμάτων of the crews, Thuc. in Attic law, κακώσεως δίκη an action for ill-usage or neglect of parents, Dem., etc. damage, misfortune, Thuc.

ShortDef

ill-treatment

Debugging

Headword:
κάκωσις
Headword (normalized):
κάκωσις
Headword (normalized/stripped):
κακωσις
IDX:
16453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16467
Key:
ka/kwsis

Data

{'content': 'κάκωσις\n κάκωσις, εως\n κᾰκόω\n ill-treatment, τοῦ ἡγεμόνος Xen.: a distressing, harassing, τῶν πληρωμάτων of the crews, Thuc.\n in Attic law, κακώσεως δίκη an action for ill-usage or neglect of parents, Dem., etc.\n damage, misfortune, Thuc.', 'key': 'ka/kwsis'}