Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρήσμων
κακόψογος
κακόω
κακύνω
κακχύδην
κάκωσις
καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
View word page
κακοφυής
κακοφυής κᾰκο-φυής, ές φυή of bad natural qualities, Plat.

ShortDef

of bad natural qualities

Debugging

Headword:
κακοφυής
Headword (normalized):
κακοφυής
Headword (normalized/stripped):
κακοφυης
IDX:
16446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16460
Key:
kakofuh/s

Data

{'content': 'κακοφυής\n κᾰκο-φυής, ές\n φυή\n of bad natural qualities, Plat.', 'key': 'kakofuh/s'}