Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλωτός
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
View word page
ἀμαλδύνω
ἀμαλδύνω ἀμαλός to soften: then to destroy, efface, Il.: to use up, squander, χρήματα Theocr.:— Pass., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.; ἀμαλδυνθήσομαι Ar. metaph. to conceal, disguise, Hhymn.

ShortDef

to soften

Debugging

Headword:
ἀμαλδύνω
Headword (normalized):
ἀμαλδύνω
Headword (normalized/stripped):
αμαλδυνω
IDX:
1646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1646
Key:
a)maldu/nw

Data

{'content': 'ἀμαλδύνω\n ἀμαλός\n to soften: then to destroy, efface, Il.: to use up, squander, χρήματα Theocr.:— Pass., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.\n metaph. to conceal, disguise, Hhymn.', 'key': 'a)maldu/nw'}