Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρήσμων
κακόψογος
κακόω
View word page
κακουχία
κακουχία κᾰκ-ουχία, ἡ, ἔχω ill-treatment, ill-conduct, Plat.; χθονὸς κ. devastation of it, Aesch.

ShortDef

ill-treatment, ill-conduct

Debugging

Headword:
κακουχία
Headword (normalized):
κακουχία
Headword (normalized/stripped):
κακουχια
IDX:
16440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16454
Key:
kakouxi/a

Data

{'content': 'κακουχία\n κᾰκ-ουχία, ἡ,\n ἔχω\n ill-treatment, ill-conduct, Plat.; χθονὸς κ. devastation of it, Aesch.', 'key': 'kakouxi/a'}