Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρήσμων
κακόψογος
View word page
κακοῦργος
κακοῦργος ἔργω doing ill, mischievous, knavish, villanous, γαστὴρ κακοεργός importunate, Od.; κακοῦργοι κλῶπες Hdt.; ἀνήρ Soph.; κακουργότατος λόγος Dem. as Subst. a malefactor, criminal, Thuc., etc.: esp. a thief, robber, Dem. doing harm, hurtful, c. gen., κ. εἶναί τινος to hurt any one, Xen.

ShortDef

doing ill, mischievous, knavish, villanous

Debugging

Headword:
κακοῦργος
Headword (normalized):
κακοῦργος
Headword (normalized/stripped):
κακουργος
IDX:
16439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16453
Key:
kakou=rgos

Data

{'content': 'κακοῦργος\n ἔργω\n doing ill, mischievous, knavish, villanous, γαστὴρ κακοεργός importunate, Od.; κακοῦργοι κλῶπες Hdt.; ἀνήρ Soph.; κακουργότατος λόγος Dem.\n as Subst. a malefactor, criminal, Thuc., etc.: esp. a thief, robber, Dem.\n doing harm, hurtful, c. gen., κ. εἶναί τινος to hurt any one, Xen.', 'key': 'kakou=rgos'}