Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
View word page
κακουργία
κακουργία the character and conduct of a κακοῦργος, ill-doing, wickedness, villany, malice, Od., Thuc., etc.; of a horse, viciousness, Xen. in pl. malpractices, Xen.

ShortDef

wickedness, villainy, malice

Debugging

Headword:
κακουργία
Headword (normalized):
κακουργία
Headword (normalized/stripped):
κακουργια
IDX:
16437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16451
Key:
kakourgi/a

Data

{'content': 'κακουργία\n the character and conduct of a κακοῦργος, ill-doing, wickedness, villany, malice, Od., Thuc., etc.; of a horse, viciousness, Xen.\n in pl. malpractices, Xen.', 'key': 'kakourgi/a'}