Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
View word page
κακούργημα
κακούργημα κᾰκούργημα, ατος, τό, an ill deed, fraud, Plat. from κακουργός

ShortDef

an ill deed, fraud

Debugging

Headword:
κακούργημα
Headword (normalized):
κακούργημα
Headword (normalized/stripped):
κακουργημα
IDX:
16436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16450
Key:
kakou/rghma

Data

{'content': 'κακούργημα\n κᾰκούργημα, ατος, τό,\n an ill deed, fraud, Plat.\n from κακουργός', 'key': 'kakou/rghma'}