Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
κακοφρονέω
View word page
κακοτυχής
κακοτυχής κᾰκο-τῠχής, ές τύχη unfortunate, Eur.
ShortDef
unfortunate
Debugging
Headword:
κακοτυχής
Headword (normalized):
κακοτυχής
Headword (normalized/stripped):
κακοτυχης
IDX:
16434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16448
Key:
kakotuxh/s
Data
{'content': 'κακοτυχής\n κᾰκο-τῠχής, ές\n τύχη\n unfortunate, Eur.', 'key': 'kakotuxh/s'}