Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχία
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδία
View word page
κακοτυχέω
κακοτυχέω κᾰκοτῠχέω, fut. -ήσω to be unfortunate, Thuc. from κᾰκοτῠχής

ShortDef

to be unfortunate

Debugging

Headword:
κακοτυχέω
Headword (normalized):
κακοτυχέω
Headword (normalized/stripped):
κακοτυχεω
IDX:
16433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16447
Key:
kakotuxe/w

Data

{'content': 'κακοτυχέω\n κᾰκοτῠχέω,\n fut. -ήσω\n to be unfortunate, Thuc.\n from κᾰκοτῠχής', 'key': 'kakotuxe/w'}