Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
View word page
κακότεχνος
κακότεχνος κᾰκό-τεχνος, ον τέχνη using bad arts or evil practices, artful, wily, δόλος Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from κακοτεχνής, Luc.
ShortDef
using bad arts
Debugging
Headword:
κακότεχνος
Headword (normalized):
κακότεχνος
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνος
IDX:
16429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16443
Key:
kako/texnos
Data
{'content': 'κακότεχνος\n κᾰκό-τεχνος, ον\n τέχνη\n using bad arts or evil practices, artful, wily, δόλος Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from κακοτεχνής, Luc.', 'key': 'kako/texnos'}