Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
View word page
κακοτεχνία
κακοτεχνία κᾰκοτεχνία, ἡ, bad art: often in pl., forgeries, falsifications, Plat., Dem. bad, base art, Luc. from κᾰκότεχνος
ShortDef
bad art
Debugging
Headword:
κακοτεχνία
Headword (normalized):
κακοτεχνία
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνια
IDX:
16428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16442
Key:
kakotexni/a
Data
{'content': 'κακοτεχνία\n κᾰκοτεχνία, ἡ,\n bad art: \n often in pl., forgeries, falsifications, Plat., Dem.\n bad, base art, Luc.\n from κᾰκότεχνος', 'key': 'kakotexni/a'}