Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
View word page
κακοτεχνής
κακοτεχνής κᾰκοτεχνής, ές v. κακότεχνος fin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοτεχνής
Headword (normalized):
κακοτεχνής
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνης
IDX:
16427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16441
Key:
kakotexnh/s

Data

{'content': 'κακοτεχνής\n κᾰκοτεχνής, ές\n v. κακότεχνος fin.', 'key': 'kakotexnh/s'}