Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
View word page
κακόσχολος
κακόσχολος κᾰκό-σχολος, ον σχολή using oneʼs leisure ill, indolent, lazy, Anth. act., κ. πνοαί winds that wear men out in idleness, Aesch.
ShortDef
using one's leisure ill, indolent, lazy
Debugging
Headword:
κακόσχολος
Headword (normalized):
κακόσχολος
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολος
IDX:
16425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16439
Key:
kako/sxolos
Data
{'content': 'κακόσχολος\n κᾰκό-σχολος, ον\n σχολή\n using oneʼs leisure ill, indolent, lazy, Anth.\n act., κ. πνοαί winds that wear men out in idleness, Aesch.', 'key': 'kako/sxolos'}