Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτυχέω
View word page
κακόστρωτος
κακόστρωτος κᾰκό-στρωτος, ον ill-spread, i. e. rugged, Aesch.
ShortDef
ill-spread
Debugging
Headword:
κακόστρωτος
Headword (normalized):
κακόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
κακοστρωτος
IDX:
16423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16437
Key:
kako/strwtos
Data
{'content': 'κακόστρωτος\n κᾰκό-στρωτος, ον\n ill-spread, i. e. rugged, Aesch.', 'key': 'kako/strwtos'}