Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
κακότροπος
View word page
κακόστομος
κακόστομος κᾰκό-στομος, ον στόμα evil-speaking, Eur.

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακόστομος
Headword (normalized):
κακόστομος
Headword (normalized/stripped):
κακοστομος
IDX:
16422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16436
Key:
kako/stomos

Data

{'content': 'κακόστομος\n κᾰκό-στομος, ον\n στόμα\n evil-speaking, Eur.', 'key': 'kako/stomos'}