Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπία
View word page
κακοστομέω
κακοστομέω κᾰκοστομέω, to speak evil of, abuse, τινά Soph. from κᾰκόστομος

ShortDef

to speak evil of, abuse

Debugging

Headword:
κακοστομέω
Headword (normalized):
κακοστομέω
Headword (normalized/stripped):
κακοστομεω
IDX:
16421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16435
Key:
kakostome/w

Data

{'content': 'κακοστομέω\n κᾰκοστομέω,\n to speak evil of, abuse, τινά Soph.\n from κᾰκόστομος', 'key': 'kakostome/w'}