Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
View word page
κακοστόμαχος
κακοστόμαχος κᾰκο-στόμᾰχος, ον with bad stomach, fastidious, Anth.

ShortDef

with bad stomach, fastidious

Debugging

Headword:
κακοστόμαχος
Headword (normalized):
κακοστόμαχος
Headword (normalized/stripped):
κακοστομαχος
IDX:
16420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16434
Key:
kakosto/maxos

Data

{'content': 'κακοστόμαχος\n κᾰκο-στόμᾰχος, ον\n with bad stomach, fastidious, Anth.', 'key': 'kakosto/maxos'}