Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνής
κακοτεχνία
κακότεχνος
View word page
κακοσπορία
κακοσπορία κᾰκο-σπορία, ἡ, σπόρος a bad sowing or crop, Anth.

ShortDef

a bad sowing

Debugging

Headword:
κακοσπορία
Headword (normalized):
κακοσπορία
Headword (normalized/stripped):
κακοσπορια
IDX:
16419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16433
Key:
kakospori/a

Data

{'content': 'κακοσπορία\n κᾰκο-σπορία, ἡ,\n σπόρος\n a bad sowing or crop, Anth.', 'key': 'kakospori/a'}