Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσύνθετος
View word page
κακοσκελής
κακοσκελής κᾰκο-σκελής, ές σκέλος with bad legs, Xen.

ShortDef

with bad legs

Debugging

Headword:
κακοσκελής
Headword (normalized):
κακοσκελής
Headword (normalized/stripped):
κακοσκελης
IDX:
16414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16428
Key:
kakoskelh/s

Data

{'content': 'κακοσκελής\n κᾰκο-σκελής, ές\n σκέλος\n with bad legs, Xen.', 'key': 'kakoskelh/s'}