Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
View word page
κακορροθέω
κακορροθέω κᾰκορ-ροθέω, fut. -ήσω ῥόθος to speak evil of, abuse, revile, Eur., Ar.

ShortDef

to speak evil of, abuse, revile

Debugging

Headword:
κακορροθέω
Headword (normalized):
κακορροθέω
Headword (normalized/stripped):
κακορροθεω
IDX:
16411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16425
Key:
kakorroqe/w

Data

{'content': 'κακορροθέω\n κᾰκορ-ροθέω,\n fut. -ήσω\n ῥόθος\n to speak evil of, abuse, revile, Eur., Ar.', 'key': 'kakorroqe/w'}