Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
κακός
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοστόμαχος
View word page
κακορρήμων
κακορρήμων ῥῆμα telling of ill, ill omened, Aesch.
ShortDef
telling of ill, ill omened
Debugging
Headword:
κακορρήμων
Headword (normalized):
κακορρήμων
Headword (normalized/stripped):
κακορρημων
IDX:
16410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16424
Key:
kakorrh/mwn
Data
{'content': 'κακορρήμων\n ῥῆμα\n telling of ill, ill omened, Aesch.', 'key': 'kakorrh/mwn'}