Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κάκοσμος
View word page
κακοπραγέω
κακοπραγέω κᾰκο-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.

ShortDef

to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight

Debugging

Headword:
κακοπραγέω
Headword (normalized):
κακοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγεω
IDX:
16406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16420
Key:
kakoprage/w

Data

{'content': 'κακοπραγέω\n κᾰκο-πρᾱγέω,\n fut. -ήσω\n πρᾶγος\n to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.', 'key': 'kakoprage/w'}