Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλώπηξ
ἁλώσιμος
ἅλωσις
ἅλως
ἁλωτός
ἀλώφητος
Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
View word page
ἀμαθία
ἀμαθία ἀμαθής ignorance, Soph., etc.; ἀμ.τινός ignorant of a thing, Xen.; περί τι Xen.
ShortDef
ignorance
Debugging
Headword:
ἀμαθία
Headword (normalized):
ἀμαθία
Headword (normalized/stripped):
αμαθια
IDX:
1642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1642
Key:
a)maqi/a
Data
{'content': 'ἀμαθία\n ἀμαθής\n ignorance, Soph., etc.; ἀμ.τινός ignorant of a thing, Xen.; περί τι Xen.', 'key': 'a)maqi/a'}