Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
κακόσιτος
View word page
κακοπονητικός
κακοπονητικός κᾰκο-πονητικός, ή, όν πονέω unfit for toil, Arist.

ShortDef

unfit for toil

Debugging

Headword:
κακοπονητικός
Headword (normalized):
κακοπονητικός
Headword (normalized/stripped):
κακοπονητικος
IDX:
16403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16417
Key:
kakoponhtiko/s

Data

{'content': 'κακοπονητικός\n κᾰκο-πονητικός, ή, όν\n πονέω\n unfit for toil, Arist.', 'key': 'kakoponhtiko/s'}