Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρρυπος
View word page
κακοποιός
κακοποιός κᾰκο-ποιός, όν ποιέω ill-doing, mischievous, Pind.

ShortDef

ill-doing, mischievous

Debugging

Headword:
κακοποιός
Headword (normalized):
κακοποιός
Headword (normalized/stripped):
κακοποιος
IDX:
16402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16416
Key:
kakopoio/s

Data

{'content': 'κακοποιός\n κᾰκο-ποιός, όν\n ποιέω\n ill-doing, mischievous, Pind.', 'key': 'kakopoio/s'}