Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
κακορραφία
View word page
κακοπινής
κακοπινής κᾰκο-πῐνής, ές πίνος exceeding filthy, loathsome, Sup. κακοπινέστατος Soph.
ShortDef
exceeding filthy, loathsome
Debugging
Headword:
κακοπινής
Headword (normalized):
κακοπινής
Headword (normalized/stripped):
κακοπινης
IDX:
16399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16413
Key:
kakopinh/s
Data
{'content': 'κακοπινής\n κᾰκο-πῐνής, ές\n πίνος\n exceeding filthy, loathsome, Sup. κακοπινέστατος Soph.', 'key': 'kakopinh/s'}