Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
κακοπράγμων
View word page
κακόπατρις
κακόπατρις κᾰκό-πατρις, ιδος πατήρ having a mean father, low-born, Theogn.
ShortDef
having a mean father, low-born
Debugging
Headword:
κακόπατρις
Headword (normalized):
κακόπατρις
Headword (normalized/stripped):
κακοπατρις
IDX:
16398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16412
Key:
kako/patris
Data
{'content': 'κακόπατρις\n κᾰκό-πατρις, ιδος\n πατήρ\n having a mean father, low-born, Theogn.', 'key': 'kako/patris'}