Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγία
View word page
κακοπάρθενος
κακοπάρθενος κᾰκο-πάρθενος, ον unbecoming a maid, Anth.

ShortDef

unbecoming a maid

Debugging

Headword:
κακοπάρθενος
Headword (normalized):
κακοπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
κακοπαρθενος
IDX:
16397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16411
Key:
kakopa/rqenos

Data

{'content': 'κακοπάρθενος\n κᾰκο-πάρθενος, ον\n unbecoming a maid, Anth.', 'key': 'kakopa/rqenos'}