Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
View word page
κακοπαθής
κακοπαθής κᾰκο-πᾰθής, ές πάσχω suffering ill, in ill plight; adv. -θῶς, miserably, Arist.
ShortDef
suffering ill, in ill plight
Debugging
Headword:
κακοπαθής
Headword (normalized):
κακοπαθής
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθης
IDX:
16396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16410
Key:
kakopaqh/s
Data
{'content': 'κακοπαθής\n κᾰκο-πᾰθής, ές\n πάσχω\n suffering ill, in ill plight; adv. -θῶς, miserably, Arist.', 'key': 'kakopaqh/s'}