Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
View word page
κακοπαθέω
κακοπαθέω κᾰκοπᾰθέω, fut. -ήσω to suffer ill, to be in ill plight, be in distress, Thuc., Xen., etc. from κᾰκοπᾰθής
ShortDef
to suffer ill, to be in ill plight, be in distress
Debugging
Headword:
κακοπαθέω
Headword (normalized):
κακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθεω
IDX:
16395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16409
Key:
kakopaqe/w
Data
{'content': 'κακοπαθέω\n κᾰκοπᾰθέω,\n fut. -ήσω\n to suffer ill, to be in ill plight, be in distress, Thuc., Xen., etc.\n from κᾰκοπᾰθής', 'key': 'kakopaqe/w'}