Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
κακόποτμος
View word page
κακοπάθεια
κακοπάθεια κᾰκοπάθεια, ἡ, ill plight, distress, Thuc. from κακοπαθής
ShortDef
ill plight, distress
Debugging
Headword:
κακοπάθεια
Headword (normalized):
κακοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθεια
IDX:
16394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16408
Key:
kakopa/qeia
Data
{'content': 'κακοπάθεια\n κᾰκοπάθεια, ἡ,\n ill plight, distress, Thuc.\n from κακοπαθής', 'key': 'kakopa/qeia'}