Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπονητικός
View word page
κακοξύνετος
κακοξύνετος κᾰκο-ξύνετος, ον wise for evil, Thuc.
ShortDef
wise for evil
Debugging
Headword:
κακοξύνετος
Headword (normalized):
κακοξύνετος
Headword (normalized/stripped):
κακοξυνετος
IDX:
16393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16407
Key:
kakocu/netos
Data
{'content': 'κακοξύνετος\n κᾰκο-ξύνετος, ον\n wise for evil, Thuc.', 'key': 'kakocu/netos'}