Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιΐα
View word page
κακόνυμφος
κακόνυμφος κᾰκό-νυμφος, ον νύμφη ill-married, of unhappy wedlock, Eur. as Subst. an ill or unhappy bridegroom, Eur.
ShortDef
ill-married, of unhappy wedlock
Debugging
Headword:
κακόνυμφος
Headword (normalized):
κακόνυμφος
Headword (normalized/stripped):
κακονυμφος
IDX:
16391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16405
Key:
kako/numfos
Data
{'content': 'κακόνυμφος\n κᾰκό-νυμφος, ον\n νύμφη\n ill-married, of unhappy wedlock, Eur.\n as Subst. an ill or unhappy bridegroom, Eur.', 'key': 'kako/numfos'}