Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπάρθενος
κακόπατρις
κακοπινής
View word page
κακόνομος
κακόνομος κᾰκό-νομος, ον with bad laws, ill-governed, Hdt.

ShortDef

with bad laws, ill-governed

Debugging

Headword:
κακόνομος
Headword (normalized):
κακόνομος
Headword (normalized/stripped):
κακονομος
IDX:
16389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16403
Key:
kako/nomos

Data

{'content': 'κακόνομος\n κᾰκό-νομος, ον\n with bad laws, ill-governed, Hdt.', 'key': 'kako/nomos'}