Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
View word page
κακομίμητος
κακομίμητος κᾰκο-μί_μητος, ον μῑμέομαι imitating ill; adv. -τως, Arist.

ShortDef

imitating ill

Debugging

Headword:
κακομίμητος
Headword (normalized):
κακομίμητος
Headword (normalized/stripped):
κακομιμητος
IDX:
16385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16399
Key:
kakomi/mhtos

Data

{'content': 'κακομίμητος\n κᾰκο-μί_μητος, ον\n μῑμέομαι\n imitating ill; adv. -τως, Arist.', 'key': 'kakomi/mhtos'}