Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακόνυμφος
κακόξενος
View word page
κακομήτης
κακομήτης κᾰκο-μήτης, ου, = κᾰκομηδής, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακομήτης
Headword (normalized):
κακομήτης
Headword (normalized/stripped):
κακομητης
IDX:
16382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16396
Key:
kakomh/ths

Data

{'content': 'κακομήτης\n κᾰκο-μήτης, ου,\n = κᾰκομηδής, Eur.', 'key': 'kakomh/ths'}