Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
View word page
κακομέλετος
κακομέλετος κᾰκο-μέλετος, ον μέλομαι busied with evil, Aesch.

ShortDef

busied with evil

Debugging

Headword:
κακομέλετος
Headword (normalized):
κακομέλετος
Headword (normalized/stripped):
κακομελετος
IDX:
16380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16394
Key:
kakome/letos

Data

{'content': 'κακομέλετος\n κᾰκο-μέλετος, ον\n μέλομαι\n busied with evil, Aesch.', 'key': 'kakome/letos'}