Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
κακονομία
κακόνομος
View word page
κακομαχέω
κακομαχέω κᾰκο-μᾰχέω, fut. -ήσω to behave ill in fight, Luc.
ShortDef
to behave ill in fight
Debugging
Headword:
κακομαχέω
Headword (normalized):
κακομαχέω
Headword (normalized/stripped):
κακομαχεω
IDX:
16379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16393
Key:
kakomaxe/w
Data
{'content': 'κακομαχέω\n κᾰκο-μᾰχέω,\n fut. -ήσω\n to behave ill in fight, Luc.', 'key': 'kakomaxe/w'}