Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
κακόνοια
View word page
κακολόγος
κακολόγος κᾰκο-λόγος, ον λέγω evil-speaking, Pind., Attic

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακολόγος
Headword (normalized):
κακολόγος
Headword (normalized/stripped):
κακολογος
IDX:
16377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16391
Key:
kakolo/gos

Data

{'content': 'κακολόγος\n κᾰκο-λόγος, ον\n λέγω\n evil-speaking, Pind., Attic', 'key': 'kakolo/gos'}