Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
κακόμοιρος
View word page
κακολογία
κακολογία κᾰκολογία, ἡ, evil-speaking, reviling, Hdt., Xen., etc. from κᾰκολόγος

ShortDef

evil-speaking, reviling

Debugging

Headword:
κακολογία
Headword (normalized):
κακολογία
Headword (normalized/stripped):
κακολογια
IDX:
16376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16390
Key:
kakologi/a

Data

{'content': 'κακολογία\n κᾰκολογία, ἡ,\n evil-speaking, reviling, Hdt., Xen., etc.\n from κᾰκολόγος', 'key': 'kakologi/a'}