Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
κακομήτης
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομίμητος
View word page
κακολογέω
κακολογέω κᾰκολογέω, to speak ill of, to revile, abuse, Lys., NTest. from κακολόγος

ShortDef

to speak ill of, to revile, abuse

Debugging

Headword:
κακολογέω
Headword (normalized):
κακολογέω
Headword (normalized/stripped):
κακολογεω
IDX:
16375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16389
Key:
kakologe/w

Data

{'content': 'κακολογέω\n κᾰκολογέω,\n to speak ill of, to revile, abuse, Lys., NTest.\n from κακολόγος', 'key': 'kakologe/w'}