Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομηδής
View word page
κακοκέρδεια
κακοκέρδεια κᾰκοκέρδεια, ἡ, base love of gain, Theogn. from κᾰκοκερδής

ShortDef

base love of gain

Debugging

Headword:
κακοκέρδεια
Headword (normalized):
κακοκέρδεια
Headword (normalized/stripped):
κακοκερδεια
IDX:
16371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16385
Key:
kakoke/rdeia

Data

{'content': 'κακοκέρδεια\n κᾰκοκέρδεια, ἡ,\n base love of gain, Theogn.\n from κᾰκοκερδής', 'key': 'kakoke/rdeia'}