Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
View word page
Κακοΐλιος
Κακοΐλιος Κᾰκ-οΐλιος, ἡ, Ἴλιος evil or unhappy Ilium, Od.
ShortDef
unhappy Ilios
Debugging
Headword:
Κακοΐλιος
Headword (normalized):
κακοΐλιος
Headword (normalized/stripped):
κακοιλιος
IDX:
16370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16384
Key:
*kakoi/lios
Data
{'content': 'Κακοΐλιος\n Κᾰκ-οΐλιος, ἡ,\n Ἴλιος\n evil or unhappy Ilium, Od.', 'key': '*kakoi/lios'}