Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
κακόμαντις
View word page
κακόθροος
κακόθροος κᾰκό-θρους, ουν evil-speaking, slanderous, Soph.
ShortDef
evil-speaking, slanderous
Debugging
Headword:
κακόθροος
Headword (normalized):
κακόθροος
Headword (normalized/stripped):
κακοθροος
IDX:
16368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16382
Key:
kako/qrous
Data
{'content': 'κακόθροος\n κᾰκό-θρους, ουν\n evil-speaking, slanderous, Soph.', 'key': 'kako/qrous'}