Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολόγος
View word page
κακοθημοσύνη
κακοθημοσύνη κᾰκο-θημοσύνη, ἡ, τίθημι disorderliness, Hes.

ShortDef

disorderliness

Debugging

Headword:
κακοθημοσύνη
Headword (normalized):
κακοθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κακοθημοσυνη
IDX:
16367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16381
Key:
kakoqhmosu/nh

Data

{'content': 'κακοθημοσύνη\n κᾰκο-θημοσύνη, ἡ,\n τίθημι\n disorderliness, Hes.', 'key': 'kakoqhmosu/nh'}