Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακόκνημος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
View word page
κακοήθης
κακοήθης κᾰκο-ήθης, ες ἦθος ill-disposed, malicious, Ar., Dem. as Subst., τὸ κακόηθες wickedness, an ill habit or itch for doing a thing, Plat. of diseases, malignant:—adv. -θως, ap. Dem.

ShortDef

ill-disposed, malicious

Debugging

Headword:
κακοήθης
Headword (normalized):
κακοήθης
Headword (normalized/stripped):
κακοηθης
IDX:
16366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16380
Key:
kakoh/qhs

Data

{'content': 'κακοήθης\n κᾰκο-ήθης, ες\n ἦθος\n ill-disposed, malicious, Ar., Dem.\n as Subst., τὸ κακόηθες wickedness, an ill habit or itch for doing a thing, Plat.\n of diseases, malignant:—adv. -θως, ap. Dem.', 'key': 'kakoh/qhs'}