Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονία
κακοδαίμων
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδρομία
κακοείμων
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοήθης
κακοθημοσύνη
κακόθροος
κακοθυμία
Κακοΐλιος
κακοκέρδεια
κακοκερδής
View word page
κακοζηλία
κακοζηλία κᾰκοζηλία, ἡ, unhappy imitation, affectation, Luc.
ShortDef
unhappy imitation, affectation
Debugging
Headword:
κακοζηλία
Headword (normalized):
κακοζηλία
Headword (normalized/stripped):
κακοζηλια
IDX:
16362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16376
Key:
kakozhli/a
Data
{'content': 'κακοζηλία\n κᾰκοζηλία, ἡ,\n unhappy imitation, affectation, Luc.', 'key': 'kakozhli/a'}